- ενιαυτοφανής
- ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. τού φαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνιαυτοφανῶν — ἐνιαυτοφανής yearly seen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek